- οβριμοδερκής
- ὀβριμοδερκής, -ές (Α)(ποιητ. τ.) (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή τής οποίας το βλέμμα είναι σκληρό και αδυσώπητο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ-δερκής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀβριμοδερκεῖ — ὀβριμοδερκής with mighty glance masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀβριμοδερκής with mighty glance masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek